αρτηρία

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

αρτηρία \aɾ.ti.ˈɾi.a\

  1. sisato
  2. balabâla
    • H πόλη έχει τρεις βασικές οδικές αρτηρίες.