καταστρέφω

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Palî [Sepe]

καταστρέφω \ka.taˈstɾɛ.fɔ\

  1. kûngbi
    • Με μεγάλο αριθμητικό μειονέκτημα ο εχθρικός στρατός καταστράφηκε.