ήπαρ

Alöndö na Wiktionary
Bâa ngâ : ἧπαρ

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

ήπαρ \ˈi.paɾ\ linô wâwa

  1. (Sêndâ-saterê) bebe
    • Το ήπαρ είναι το χημικό εργοστάσιο του σώματος.
    • ιστολογική εξέταση του ήπατος, κίρρωση του ήπατος