αφορμή

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

αφορμή \afoɾˈmi\

  1. karagbikï
    • Με αφορμή την εισβολή της Πολωνίας, η Βρετανία κήρυξε πόλεμο στην Γερμανία.
    • Καλό παιδί ήταν, τόσα χρόνια ποτέ δεν μας έδωσε αφορμή να τον τιμωρήσουμε.
    • Μην της μιλάς, ψάχνει αφορμή για καυγά.