Aller au contenu

βασανιστήριο

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki

[Sepe]

Pandôo

[Sepe]

βασανιστήριο \va.sa.ni.ˈsti.ɾi.ɔ\

  1. gïängö, dörököngö
    • Η μαστίγωση είναι γνωστό βασανιστήριο.