βροχή

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

βροχή \vɾɔ.ˈçi\

  1. ngûnzapä
    • Το χώμα ρουφούσε διψασμένο τις πρώτες σταγόνες της φθινοπωρινής βροχής.
    • η περίοδος των βροχών
    • βροχή από πέτρες
    • βροχή μετεωριτών