δημαρχείο

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

δημαρχείο \ði.maɾ.ˈçi.ɔ\

  1. lamerï, dagbätä
    • Πρέπει να πάω αύριο στο δημαρχείο να βρω το πιστοποιητικό γέννησής μου.