διάβολος

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

διάβολος \ˈði̯a.vo.los\ wala \ˈðʝa.vo.los\

  1. zâboro/zâburu
    • Ο διάβολος ζει στην κόλαση.
    • Μια χαρά ήμασταν και τότε ήρθε αυτός ο διάβολος.
    • Βρε, τον διάβολο, κανείς δεν μπορεί να τον πιάσει.