εγγύηση

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

εγγύηση \sêndagô ?\

  1. garantïi
    • Είναι υποχρεωμένοι από το νόμο να έχουν 2 χρόνια εγγύηση.