Aller au contenu

επίκριση

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki

[Sepe]

Pandôo

[Sepe]

επίκριση \sêndagô ?\ linô gâlï

  1. käsängö-ndo
    • Στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης απάντησε ο πρωθυπουργός.