Aller au contenu

κερατάς

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki

[Sepe]

Pandôo

[Sepe]

κερατάς \cɛ.ɾa.ˈtas\

  1. (Mbumbuse) wakômbe
    • Όλοι στο χωριό ξέρουν ότι η γυναίκα του τον απατά αλλά αυτός ο κερατάς δεν το παραδέχεται.