μπάνιο

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

μπάνιο \ˈba.ŋɔ\

  1. sükülängö-ngû
    • Μετά το μπάνιο χαλάρωσα πολύ.
    • Η κόρη μου κάνει κάθε μέρα τρία μπάνια. Υπερβολικό δεν είναι;