πάγος

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

πάγος \ˈpa.ɣɔs\

  1. kandângû
    • με πάγο
    • χωρίς πάγο
    • σπάω τον πάγο
    • Το ψυγείο πρέπει να καθαριστεί επειδή έχει μαζέψει πάγο.