Aller au contenu

πράσινος

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki

[Sepe]
Διάφορες πράσινες αποχρώσεις

Pasûndâ

[Sepe]

πράσινος \ˈpɾa.si.nos\

  1. ngûngunzä
    • πράσινα μάτια
    • πράσινο μήλο
    • τα πράσινα φύλλα της άνοιξης