Aller au contenu

ταξιτζής

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki

[Sepe]

Pandôo

[Sepe]

ταξιτζής \taksiˈd͡zis\

  1. (Mbumbuse) wagbötöngö takisïi
    • Ο ταξιτζής μας χρέωσε πενήντα ευρώ για τη διαδρομή από το αεροδρόμιο μέχρι το κέντρο της Αθήνας.