τούβλο

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

τούβλο \ˈtu.vlɔ\

  1. birîki
    • Προσπαθούσε να φτιάξει την ταράτσα και του έπεσε το τούβλο στο κεφάλι.