όργανο

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

όργανο \ˈɔɾ.ɣa.nɔ\

  1. mîsa
    • Η καρδιά είναι ένα όργανο του ανθρώπινου σώματος.