έκθεση

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

έκθεση \ˈɛk.θɛ.si\

  1. luma
  2. töndö
    • Το δεύτερο έγγραφο ήταν μια έκθεση του ιταλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου.