Aller au contenu
αβγό \av.ˈɣɔ\ linô wâwa
- (Sêndâsa) pärä
- Το αβγό της χελώνας είναι μικρό και ολοστρόγγυλο.
- Αβγά κουρεύομε;
- Αβγά σου .
- Η κότα έκανε το αβγό ή το αυτό την κότα;
- κάθομαι στ’ αβγά μου
- τον πήραν με τα αβγά
- σιγά τ’ αυγά (να μη σπάσουν)
- χάνω τ’ αυγά και τα /πασχάλια