αγορά

Alöndö na Wiktionary
Bâa ngâ : ἀγορά

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

αγορά \a.ɣɔ.ˈɾa\

  1. garâ
    • Η αρχαία αγορά στην Αθήνα είναι κάτω από την Ακρόπολη.
  2. vöngö-yê
    • αγορά τοις μετρητοίς
    • αγορά με δόσεις