αδελφή
Apparence
:
Pandôo
[Sepe]αδελφή \a.ðɛl.ˈfi\
- îtä-wâlï
- Η αδελφή μου σπουδάζει νομική.
- (Sêndânganga) kêtê wanganga
- Πάω να φωνάξω την αδελφή να σου αλλάξει την πάπια.
- masêre
- Η Αδελφή Ιωάννα είναι καλόγρια εδώ και επτά χρόνια.