ελεημοσύνη

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

ελεημοσύνη \ɛ.lɛ.i.mɔ.ˈsi.ni\

  1. söröngö-nginza
    • Ο ζητιάνος ζητάει ελεημοσύνη από τους περαστικούς.