επώνυμο

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

επώνυμο \sêndagô ?\ linô wâwa

  1. ïrï tî ködörö
    • Το μικρό του όνομα είναι Γιώργος και το επώνυμό του Γεωργιόπουλος.