κάτοπτρο

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

κάτοπτρο \ˈka.tɔ.ptrɔ\ linô wâwa

  1. tatärä
    • Αυτό το τηλεσκόπιο είχε ένα κάτοπτρο διαμέτρου 40 μέτρων.