ληστής
Yângâ tî Gerêki[Sepe]
Pandôo [Sepe]
ληστής \lis.ˈtis\
- wanzï
- Αδίστακτοι ληστές εδειραν και λήστεψαν 90-χρονη.
- Η αστυνομία καταζητεί τον ένοπλο ληστή.
- Τίτλος θεατρικού έργου: «Οι Ληστές» του γερμανού ποιητή Φρίντριχ Σίλλερ
- (Sêndâdünîa) zo tî kîkîkiri
- Tα βουνά ήταν κρησφύγετα των ληστών.