ληστής

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

ληστής \lis.ˈtis\

  1. wanzï
    • Αδίστακτοι ληστές εδειραν και λήστεψαν 90-χρονη.
    • Η αστυνομία καταζητεί τον ένοπλο ληστή.
    • Τίτλος θεατρικού έργου: «Οι Ληστές» του γερμανού ποιητή Φρίντριχ Σίλλερ
  2. (Sêndâdünîa) zo tî kîkîkiri
    • Tα βουνά ήταν κρησφύγετα των ληστών.