σκατό

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

σκατό \skaˈto\

  1. (Tî kamënë, Mbumbuse) purû
    • Ποιος άφησε τα σκατά στη τουαλέτα πάλι;
    • Έλα εδώ να μαζέψεις αυτό το σκατό που άφησε το σκυλί σου!
  2. (Tî kamënë, Könöngö, Mbumbuse)
    • Πήξαμε στο σκατό σ’ αυτή τη γειτονιά.