χαστούκι

Alöndö na Wiktionary

Yângâ tî Gerêki[Sepe]

Pandôo [Sepe]

χαστούκι \xa.ˈstu.ci\

  1. söngö-ngbângbâ
    • Η Τζένη του έδωσε χαστούκι όταν προσπάθησε να της βάλει χέρι.
    • ανάποδο χαστούκι